ψυχρότητα

ψυχρότητα
η
1. η ιδιότητα του ψυχρού, η κρυάδα.
2. έλλειψη ενθουσιασμού, απάθεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχρότητα — η / ψυχρότης, ητος, ΝΜΑ [ψυχρός] 1. η ιδιότητα τού ψυχρού 2. έλλειψη συναισθηματικής θέρμης νεοελλ. 1. η ανικανότητα ενός ατόμου να αισθανθεί γενετήσια ηδονή («γυναικεία ψυχρότητα») 2. φρ. «ψυχρότητα ανέμου» (μετεωρ.) μέτρο τής ψυκτικής δράσης… …   Dictionary of Greek

  • ψυχρότητα — ψυχρότης coldness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχρότητ' — ψυχρότητα , ψυχρότης coldness fem acc sg ψυχρότητι , ψυχρότης coldness fem dat sg ψυχρότητε , ψυχρότης coldness fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… …   Dictionary of Greek

  • σεξουαλική ζωή — Το σύνολο των βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών, που αποτελούν τη βάση της σεξουαλικής επιθυμίας και τα μέσα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, από το βιολογικό σκοπό της διαιώνισης του είδους. Το άτομο δηλαδή που επιδιώκει …   Dictionary of Greek

  • αλώνι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 34 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαύρου. * * * το (AM ἁλώνιον, Μ και ἁλώνιν) (νεοελλ. μσν.) 1. επίπεδος κυκλικός χώρος στον αγρό, όπου γίνεται το …   Dictionary of Greek

  • αναφροδισία — η (Α ἀναφροδισία) [αναφρόδιτος] έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη …   Dictionary of Greek

  • εμψυχία — ἐμψυχία, η (Α) η ιδιότητα τού έμψυχου, το να έχει κανείς ψυχή, ζωή, ζωηρότητα, ζωντάνια αρχ. το ψύχος, η ψυχρότητα ως κοσμικό στοιχείο αντίθετο τού θερμού («Ἀρχέλαος ὑπὸ θερμοῡ καὶ ἐμψυχίας συστῆναι τὸν κόσμον», Στοβ. Ανθ.) …   Dictionary of Greek

  • επιτελεστικός — ή, ό (Α ἐπιτελεστικός, ή, όν) [επιτέλεσις] αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου αρχ. 1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί»,… …   Dictionary of Greek

  • κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”